Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Αντιγραφές, μέρος 2: Βασίλης Χουλιαράς, Μικρές Ιστορίες για Πριν τον Ύπνο


Συνεχίζουμε τις Αντιγραφές μ’ έναν νέο λογοτέχνη, τον Βασίλη Χουλιαρά, ο οποίος πριν από λίγο καιρό εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, την συλλογή κειμένων, μικρών ιστοριών, υπό τον γενικό τίτλο «Μικρές ιστορίες για Πριν τον Ύπνο» (Γαβριηλίδης 2012). Ο Βασίλης Χουλιαράς γεννήθηκε το 1974 και σπούδασε Μηχανολογία στο ΕΜΠ. Σήμερα, ζει και εργάζεται στην Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου. Οι «Μικρές Ιστορίες» του Βασίλη Χουλιαρά, παράξενες από μόνες τους, και εν πολλοίς παραβολικές, αποτυπώνουν ξεκάθαρα τις αναζητήσεις του συγγραφέα, κι αποκαλύπτουν τις (ενδεχόμενες) επιρροές του: Μπόρχες, Γκυ ντε Μωπασάν κι ίσως-ίσως Στράτης Μυριβήλης! Ο λόγος, οικείος κι ανεπιτήδευτος, βοηθάει στην απνευστί ανάγνωση των ιστοριών σε σημείο που να δημιουργεί τον κίνδυνο να… τις διαβάσεις όλες απ’ το πρώτο βράδυ! Το oxy-moron παρουσιάζει σήμερα τρεις (3) απ’ αυτές τις ιστορίες (Μεγάλη Πυραμίδα, Ένα Έθιμο, Ο Μύθος για τα Βουνά), ενδεικτικές του ύφους του συγγραφέα. Εξυπακούεται πως, εν καιρώ, θα επανέλθουμε στον Βασίλη Χουλιαρά και το έργο του.



Αντιγραφές, μέρος 2: Βασίλης Χουλιαράς, Μικρές Ιστορίες για Πριν τον Ύπνο (Γαβριηλίδης, 2012)


Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΥΡΑΜΙΔΑ


  Στρέψαμε τα μάτια μας και είδαμε τη μεγάλη πυραμίδα πέρα μακριά. Χωρίς δεύτερη σκέψη, κινήσαμε προς τα εκεί.
  Για αμέτρητες μέρες, που μοιάζαν αιώνες, περπατούσαμε στην έρημο -εγώ δύο βήματα μπροστά, εκείνος δύο βήματα πίσω- χωρίς να ανταλλάσσουμε κουβέντα, μέχρι που επιτέλους φτάσαμε στη βάση της πυραμίδας.
  Ό,τι αντίκρισαν τα μάτια μας ήταν ασύλληπτο. Οι διαστάσεις της εξωπραγματικές. Κοίταξα ψηλά και είδα την πιθανή κορυφή να χάνεται στα σύννεφα. Εδώ είμαστε λοιπόν; γύρισα και ρώτησα. Ίσως, εκείνος μου απάντησε.
  Έδειξα με το χέρι μου προς τα πάνω. Αν ανεβούμε, λες να φτάσουμε τον Θεό; Κούνησε δύσπιστα το κεφάλι. Είναι κι αυτός ένας δρόμος μα κανείς δεν ξέρει πού τελικά θα μας βγάλει.
  Ακόμη μαγεμένος απ’ ό,τι ορθωνόταν μπροστά μου, άφησα το βλέμμα μου να χαθεί στις πλευρές της πυραμίδας, που και αυτές χάνονταν στο βάθος. Αν μετρήσουμε τις ακμές, άραγε τι θα έχουνε να μας πουν; Το μόνο που θα μας πουν είναι για το μέγεθος της πυραμίδας, μου απάντησε ήρεμα.
  Το εσωτερικό, επέμεινα. Μήπως το μυστικό είναι στο εσωτερικό. Κανείς δεν ξέρει για το εσωτερικό, και δεν υπάρχει τρόπος να μας δοθεί απάντηση. Είναι απροσπέλαστο για εμάς, αν και πολύ αμφιβάλω ότι υπάρχει κάτι εκεί μέσα.
  Τότε τι στην ευχή γυρεύει εδώ αυτή η πυραμίδα; είπα γεμάτος οργή κι απογοήτευση. Γιατί κάναμε τόσο δρόμο; Ποιος την έφτιαξε; Τι θέλει να μας πει; Εκείνος δεν απάντησε.
  Μα αν η πυραμίδα δεν κρύβει κάτι, πού να στραφούμε; σχεδόν ψιθύρισα. Απελπισμένος γύρισα το βλέμμα μου προς όλες τις κατευθύνσεις. Μια σκέψη με διαπέρασε. Πες μου, ρώτησα, κι αν όλο αυτό εδώ δεν είναι παρά μια παγίδα, κάτι που υπάρχει μόνο και μόνο για να αποσπάσει την προσοχή μας από την έρημο που αφήσαμε πίσω μας; Μήπως τελικά εκεί κρύβεται αυτό που μένει να βρεθεί.
  Απάντηση δεν πήρα. Εκείνος δίπλα μου είχε χαθεί.


ΕΝΑ ΕΘΙΜΟ

  Στα διάφορα ταξίδια μου έχω δει πολλά και παράξενα, όμως τίποτα δεν μπορεί ούτε καν να πλησιάσει την εντύπωση που μου άφησε η επίσκεψή μου στη πόλη της Τουαγουάρε στο Νότιο Μεξικό.
  Στη μικρή αυτή πόλη έχουν το αξιοπερίεργο για μας έθιμο κάθε που γεννιέται ένα παιδί ο δήμος να δωρίζει στην οικογένεια του ένα μνήμα, στο οποίο αναγράφεται η ημερομηνία γεννήσεως και το όνομα του παιδιού.
  Έτσι στο νεκροταφείο της πόλης οποιαδήποτε ώρα της μέρας μπορεί κανείς να συναντήσει αρκετούς από τους κατοίκους της να φροντίζουν το μνήμα τους, να αφήνουν λουλούδια ή ακόμα να κλαίνε πάνω από αυτό.
  Ίσως όμως το πιο περίεργο απ’ όλα είναι ότι όταν ο κάτοχος του μνήματος πεθάνει δεν τον θάβουν εκεί αλλά τον καίνε, σκορπίζουν τη στάχτη του στα περίχωρα της πόλης και αφαιρούν το μνημείο.


Ο ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

  Ο Θεός στην αρχή του χρόνου, όταν έφτιαξε τον κόσμο, προτού δημιουργήσει τον άνθρωπο, έπλασε τα βουνά, στα οποία έδωσε ζωή δίχως θάνατο.
  Τις πρώτες χιλιετίες όλη η γη σειόταν από τις περιπέτειες των βουνών. Αγαπούσαν και μισούσαν, ποθούσαν και πολεμούσαν, μετακινούνταν και γνώριζαν τον κόσμο όλο.
  Σιγά σιγά όμως τους έφευγε εκείνη η πρώτη ζωντάνια. Λίγο πολύ ό,τι ήταν να ζήσουν το είχαν ζήσει και δεν υπήρχε κάτι να τα πιέζει. Θεωρούσαν ότι είχαν, και είχαν, το χρόνο σύμμαχο. Υπήρχε καιρός για οτιδήποτε. Οι έρωτες ξεθώριασαν και τα πάθη έσβησαν. Τα πάντα μοιραία συντρίβονται στον άπειρο χρόνο.
  Ο Δημιουργός, απογοητευμένος από το έργο του, θέλησε να κάνει άλλη μια προσπάθεια και έπλασε τον άνθρωπο, στον οποίο δώρισε τη φθορά και το θάνατο.
Όσο για τα βουνά, ζουν πια στην αιώνια λήθη. Παγωμένα στέκουν. Και αν καμιά φορά κάποιο από αυτά θυμηθεί κάτι και πάει να σαλέψει, η ανία το ακινητοποιεί.


Αθήνα, 9 Οκτωβρίου 2012

Φώτης Μπατσίλας
(για την αντιγραφή)

1 σχόλιο:

  1. Διάβασα το βιβλίο, και είναι πραγματικά καλό. Οι ιστορίες σου "δίνουν" κάτι, σου δημιουργούν μια διάθεση να πας πέρα από το κείμενο, να σκεφτείς. Καλή αρχή λοιπόν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή