Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Αντιγραφές, μέρος 1: Δημήτρης Παπαθέου, Σεωρή/Ταϊτατάτς

Το oxy-moron εγκαινιάζει σήμερα μια νέα στήλη, τις Αντιγραφές. Όπως δηλώνει και ο τίτλος της στήλης, πρόκειται κατά κυριολεξία για αντιγραφές, δηλαδή για παράθεση ολόκληρων έργων ή αποσπασμάτων έργων, λογοτεχνικών κυρίως, ποιημάτων και πεζών, με ή χωρίς σχολιασμό από μέρους μας, έργων που πιστεύουμε στην ιδιαίτερη αξία τους και που γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο καθόμαστε και τα αντιγράφουμε. Η αρχή γίνεται σήμερα με το νέο διπλό βιβλίο του αγαπημένου φίλου Δημήτρη Παπαθέου (το πρώτο βιβλίο του οποίου, τον Ντόρο, το oxy-moron παρουσίασε εκτενώς κατά το παρελθόν), το οποίο εκδόθηκε πριν από λίγες εβδομάδες, σε ιδιωτική έκδοση, με τους περίεργους, ιδιαίτερους τίτλους Σεωρή/Ταϊτατάτς. Από τα εκτενή αποσπάσματα που παρατίθενται παρακάτω, θα καταλάβετε το «μυστικό» των τίτλων αυτών, εκείνο όμως που πρέπει να ειπωθεί από τώρα είναι ότι τα δύο αυτά έργα, τυπωμένα σ’ ένα βιβλίο (διπλό βιβλίο, με δύο εξώφυλλα, χωρίς οπισθόφυλλα, κατά το πρότυπο των βιβλίων του Σωτήρη Κακίση, που εγκαινιάστηκε, αν δεν κάνω λάθος, με το διπλό βιβλίο «Παραμύθια σαν Αστεία Άστρα» του Κακίση και «Υπόθεση Μπεστ-Σέλλερ» του Χρήστου Βακαλόπουλου, εκδόσεις Καστανιώτη), αποτελούν συνέχεια του πρώτου βιβλίου του Παπαθέου, του Ντόρου Χρονογυρίσματα στο Μεσολόγγι. Ο Παπαθέου θυμάται και γράφει, γράφει και θυμάται, και ο λόγος του, νοσταλγικός και συνάμα κριτικός, εκφεύγει από το είδος της απλής παράθεσης γεγονότων και από απλώς αφηγηματικός - αυτοβιογραφικός γίνεται ιδιαζόντως λογοτεχνικός. Από τα δύο αυτά βιβλία, το «Σεωρή» αναφέρεται στα γεγονότα της ζωής του Παπαθέου από το τέλος του σχολείου (Πανελλήνιες Εξετάσεις, Πανεπιστήμιο κ.λπ.) έως τη λήξη της στρατιωτικής θητείας, και το «Ταϊτατάτς» στα γεγονότα από την επιστροφή το Μεσολόγγι (μετά τον στρατό) έως και περίπου σήμερα. Περιγραφές προσωπικές, μοναδικών κι ανεπανάληπτων γεγονότων, πλην ενδεικτικών κι αποκαλυπτικών του μακελειού απ’ το οποίο όλοι καταγόμαστε… Όσοι ενδιαφέρονται να προμηθευτούν το βιβλίο, ας επικοινωνήσουν με το μπλογκ ή με τον υπεύθυνο εκτύπωσης του βιβλίου (τηλ.: 26310 27007). Τέλος, ας σημειωθεί ότι το «Σεωρή» επιμελήθηκε η Βούλα Λούβρου, ενώ το «Ταϊτατάτς» οι Ραλλού Κυριακοπούλου και Φώτης Μπατσίλας. Τα εξώφυλλα (φωτογραφίες του Σωτήρη Κακίση και του Βασίλη Αρτίκου), επιμελήθηκε ο Σωτήρης Κακίσης. Καλή Αρχή!

Αντιγραφές, μέρος 1: Δημήτρης Παπαθέου, Σεωρή/Ταϊτατάτς (Μεσολόγγι, 2011)



ΣΕΩΡή

   Λες να το επιχειρήσω;
  Έλα μωρέ, τι έχει να προσφέρει η αφήγηση ζωής ενός συνηθισμένου ανθρώπου; Εδώ μυθιστορήματα που βασίζονται σε υπερσπουδαίους και πάλι αναρωτιέσαι γιατί στην ευχή με κουράζετε; Πολύ περισσότερο που έχουν γραφτεί όλα και έχουν ειπωθεί όλα, όπως είχε επισημάνει πρώτος ο Γκαίτε, επομένως δεν πείθομαι να στρώσω τον πισινό μου και να γράψω παρότι μου ’βάλαν ιδέες φίλοι όταν διάβασαν το πρώτο ανώδυνο κομμάτι που αφορούσε σε Δημοτικό και Γυμνάσιο.
  Ανώδυνο λόγω παραγραφής. Απόφοιτοι Παλαμαϊκής Σχολής του 1968, και ο Ντόρος, που αφορούσε στο Μεσολόγγι του τότε, γράφτηκε Χριστούγεννα 2009.
  Ακόμα λοιπόν κι αν έβγαινε κάποιο ενδιαφέρον από τη συνέχεια του Ντόρου, καίει το πράμα, μιας και όοολοι γνωστοί στην ακτινογραφική μας γύρα.
  Δεν μας παρατάς και να στρωθείς να γράψεις λέω εγώ;
  Άκου πώς μπορεί να γίνει: κάνε μια γενική περιγραφή σε συνέχεια του Ντόρου, και στα κεφάλαια που υπάρχει ζουμί αλλά και απαγορευτικό απόπλου λόγω κοινωνικής δομής, ανοχής κ.λπ. κάν’το σαν διήγημα, να μη μας πρήζεις και με τον όγκο των σελίδων και το «οπωσδήποτε να τελειώσει», και βάλε την απαραίτητη κλασική διευκρίνιση: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και, ορκίζομαι, καμία σχέση με τους εξαιρετικούς φίλους και γνωστούς μας» ή κάπως έτσι. Ξεκίνα το και θα δείξει, μήπως με τον Ντόρο ήξερες τί σκόπευες να πεις από την αρχή;
  Λες μωρέ; Κι από πού να αρχίσω;

  Πριν ξεκινήσεις, γιατί δεν βλέπω να γλιτώνουμε, πες μας τουλάχιστον τι βγήκε από τον Ντόρο.
  Καλά και μετρίως κακά, το μετρίως λόγω του ότι το περίμενα και ήμουν προετοιμασμένος γι’ αυτό.
  Γράφοντάς το ήμουν, στην κυριολεξία, στο τότε, και αυτά που μου ’ρχονταν κατακλυσμιαία στην κεφάλα μου δεν ήταν αναμνήσεις ήταν θρυαλλίδες χρόνου που ελευθερώνονταν και μεγάλωναν και με περιβάλλανε και ζούσαμε όλοι μέσα σ’ αυτές, σε όσα διαβάσατε.
  Είχα την εντύπωση ότι δεν ήμουν μόνος μέσα σ’ αυτές τις χρονικές φουσκάλες, μαζί μου ήταν κι όλοι οι φίλοι και το Μεσολόγγι στην παλιά του φορεσιά και τα σπίτια μας τα παλιά και όμορφα.
  Όταν τέλειωνε το γράψιμο κάτι από την ατμόσφαιρα της κάψουλας κυκλοφόραγε μαζί μου σαν προστατευτικό πεδίο.
  Το πιο περίεργο ήταν ότι ένιωθα κι όλους τους παλιούς μου φίλους, αλλά και τους καθημερινά συναναστρεφόμενους, να είναι στο κόλπο και να περιμένουν απλά τη βραδιά που θα γινόταν το τότε τώρα, έστω και πρόσκαιρα, έστω και μόνο κομματιαστά.
  Αυτό ήταν ανεπανάληπτο.
  Στην πράξη περίπου έτσι έγινε καθώς οι κολλητοί, που τελικά διοργανώσαμε το πάρτι στην Τουρλίδα, αποδείχτηκαν πιο παιδιά από τότε και με σχολαστικότητα, ζεστασιά και τρυφεράδα κανόνισαν να βγει μια όμορφη βραδιά που, όπως όλοι είπαν, ήταν ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ.
  Το δεύτερο καλό ήταν πως, από τον Δεκέμβριο του 2009 ώς τον Απρίλιο του 2010 που τέλειωσαν οι διαδικασίες, περάσαμε απίθανα βράδια με τα ανίψια μου, τους φίλους τους και τον Μπραμς, το γάτο, που σχεδόν έχει μνήμες από την εποχή που περιγράφει ο Ντόρος.
  Κυρίως αυτά φταίνε που βρήκα το κουράγιο και κυκλοφόρησα τον Ντόρο και που οργανώσαμε τη βραδιά στην Τουρλίδα με την Κινηματογραφική Λέσχη, αυτά και ο Πάνος στο Τυπογραφείο.
  Φταίει και το ότι πίστεψα πως θα με κρίνουν σαν το παιδί του ’70.
  Τρίτον, και τέλος τα καλά, δεν σας κρύβω ότι με συγκινεί το ενδιαφέρον του κόσμου που μου ζητούν συνέχεια βιβλία και συγκινούμαι όταν ανεβαίνουν έναν όροφο χωρίς ασανσέρ για να μου ζητήσουν ένα βιβλιαράκι ή όταν με συναντάνε στο δρόμο φίλοι και λιγότερο φίλοι, και γνωστοί μονάχα, και μου ζητάνε ένα βιβλίο και όταν μου λένε: «-Κλάψαμε και γελάσαμε, να ’σαι καλά». Η πιο μικρή μου αναγνώστρια πάντως, 8 χρονών, είναι η Φωτεινή, η κόρη του Κώστα και της Όλγας που το έχει στο κομοδίνο της και το διαβάζει κάθε βράδυ και μάλιστα μ’ έβαλε να της υποσχεθώ ότι θα της γράψω και ένα παιδικό, πιο παιδικό από αυτό, μου είπε.
  Τα κακά; Χε, χε! Ε, δεν θα ’βγαινε μια κακεντρέχεια και δεν θα με περίμεναν στη γωνία για κάποιο λεγούμενο; Άσε που κάμποσοι μου θύμισαν τους στίχους του Ρίτσου όταν δήλωναν: «-Σαν κι αυτό εγώ μπορώ να γράψω χίλια».
  Μη νομίσετε πάντως ότι είναι εύκολο στον τόπο σου να γράψεις αυτοβιογραφικά καταθέτοντας τη δική σου θέση για πρόσωπα και πράγματα.
  Από αυτή την άποψη ο Γιάννης ο ξάδελφός μου, ψυχίατρος, αυτός που τον ξέρετε από τον Ντόρο, πριν το εκδώσω, μου ’πε: «-Ξάδερφε δεν το πιστεύω ότι θα το κάνεις, βγάζεις πολλά δικά σου πράγματα έξω». Βέβαια ο Γιάννης δεν έζησε σε επαρχία και δεν ξέρει ότι, από τότε που γεννιούμαστε ώς το αντίο στο μικρό μας μέρος, οι πάντες ξέρουν τα πάντα και ενίοτε άπαντες, ανάλογα τη μεριά, κάνουμε ότι δεν ξέρουμε και ότι δεν καταλαβαίνουμε και μαζί τα πίνουμε άμα λάχει.
  Αυτά για τον Ντόρο, αφού με ρωτήσατε.


  Μετά από μια κραιπάλη χαρτοπαιξίας που μ’ έψαχναν οι πάντες και εμείς κολλημένοι άρρωστα στον μονό τον κούκο, από ένα σημείο και μετά λες και δεν υπήρχε άλλο παιχνίδι στην πόκα, και να πεις ότι κερδίζαμε ή χάναμε; Αφού μετά από 36 ώρες παιχνίδι όλοι στα λεφτά μας βγαίναμε, 40 πυρετό σπίτι, βρογχίτιδα, η μάνα μου στην Αθήνα και ο Κώστας ο Στασινός, παθολόγος, οικογενειακός φίλος, «προσοχή γιατί θα το γυρίσει σε πνευμονία».
  Εξάντληση και μαντάτο για την κύρια κατάληψη της Νομικής.
  Πήγα, αλλά τα δυναμάρια μου δεν άφηναν σκέψη για διανυκτέρευση. Ο φόβος, αυτός ο πανάρχαιος αλήτης, όπως ήδη σας έχω εξηγήσει, θρονιασμένος, θριαμβευτής, μ’ έστελνε ασφαλή στα σεντόνια μου ή στα σεντόνια της καλής μου και μόνο νοερά επιτελούσα το καθήκον στην επανάσταση, σκεφτόμενος συνέχεια τους κεκλεισμένους.
  Δεν χρειάζεται πολυλογία σχετικά με τα γεγονότα.
  Η ατμομηχανή τσούλισε και η τύχη της Ελλάδας έπεσε στα κεφάλια των δεκαοκτάχρονων άντε το πολύ εικοσιδυάχρονων.
  Εδώ είναι το περίεργο. Αφού παιδιά κατάφεραν και ρίξαν τα άπαρτα κάστρα, παιδιά, κορμιά, μυαλά λευτέρωσαν τον ουρανό, στη συνέχεια γιατί, γαμώτο, φωνάξαμε τους μεγάλους, τους «σοφούς», αυτούς που ’χαν σκατώσει τα πάντα, αυτούς που ’χαν μερίδιο στη σκλαβιά μας να μας σώσουν; Κι αυτό μήπως δεν συνεχίζεται; Μετά μανίας καλούμε, εκπέμπουμε SOS και φτάνουν οι διαλυτές να τα φτιάξουν καλά αυτή τη φορά. Τέλος πάντων. Το χειρότερο, όπως ξανάπα, είναι ότι καθώς ξεχώρισαν οι ημέτεροι από τους υμέτερους μετά τη λευτεριά και χάθηκε η δύναμη της νιότης και της ένωσης, πολλοί, οι περισσότεροι από μας, ξεπουληθήκαμε...
  Τη Νομική ακολούθησε το Χημείο και πάμε σιγά-σιγά Πολυτεχνείο.
  Βιολογικά δεν άλλαξαν και πολλά μ’ εμένα καθώς τυραννιόμουν με δύσπνοια και κόπωση κι άλλο που δεν ήθελα για να μην κλείνομαι τα βράδια.
  Έλα που το πρώτο βράδυ του ξεσηκωμού, εκεί στην Πατησίων, φεύγοντας από το προαύλιο, όταν οι πόρτες κλείναν, βγαίνει μπροστά μας ένας νάνος, σκηνή από το «πλοίο των τρελλών», και δήθεν σφυρίζοντας αδιάφορα κάνει νόημα στους παρακρατικούς να ζυγώσουν και μας κυκλώνουν εμένα και την αγαπημένη μου, που την είχα πάνω κι από μένα μέχρι τότε, έτσι νόμιζα, και στο πρώτο ξύλο, στην πρώτη δυνατή μπουνιά στο στομάχι και βλέποντας τη συμφορά να ’ρχεται καθώς είμαστε απομονωμένοι πια από τους φοιτητές και μόνο παρακρατικοί και μπάτσοι μακρύτερα και κίνηση μηδέν, κι ήταν πολλοί, το ’βαλα στα πόδια και με κυνήγησαν, πολύ με κυνήγησαν, αλλά τί να πιάσουν; Τόση προπόνηση ξαφνικά βγήκε σε παγκόσμια κούρσα λύτρωσης ζωής και μόνο όταν ξεθεώθηκαν και σταμάτησαν τα τρεχαλητά από πίσω μου και κείνα τα βλαστήμια κι οι κραυγές «πιάστε τον πούστη», που όταν απευθύνονται σ’ εσένα θολώνει ο νους και τα πόδια φτερά κι η βρογχίτιδα εξαφανισμένη, και σταματάω κάποια στιγμή να πάρω ανάσα και πλημμυρίζει το κορμί μου αίμα που ’χε φύγει πιότερο από το φόβο και λιγότερο από το τρέξιμο και η απουσία με σφίγγει, με καθηλώνει και μονομιάς εξαφανίζεται η αυτοεκτίμησή μου αφού στην Πατησίων την άφησα ν’ αγωνίζεται κι αυτή αλλά να μην τα καταφέρνει να ξεφύγει όπως εγώ ο αθλητής.
  Παίρνω ένα ταξί και του ζητάω λαχανιασμένος, φευγάτος, με κατάλαβε ο άνθρωπος, να κάνει βόλτα από το σημείο που μας πιάσαν. Και τη βλέπω κάτω ξάπλα κι από πάνω της αυτοί οι καλικάτζαροι και εγώ βόλτα με το ταξί μουγγός, παγωμένος, μια και δυο φορές προδότης, του έρωτα, της επανάστασης, του εαυτού μου. Αλλιώς με νόμιζα.
  Με το ταξί πήγα Φορμίωνος, σήκωσα τον Σπύρο έβαλε τη στολή του και κατεβήκαμε με τα πόδια πια να ψάχνουμε. Είχα δεν είχα ανάσα. Κι ο Σπύρος να μην έχει λόγια να μου πει και να παίζει και το κεφάλι του κορώνα γράμματα.
  Κάποια στιγμή είπαμε να ρίξουμε μιαν απελπισμένη ματιά στο σπίτι της εκεί στη Σολωμού και ήταν εκεί.
  Το αίμα ξανάρθε κι οι φλέβες μου ξαναγεμίσαν υγρό ζωής και περιφρόνια.
  Όταν έπεσε κάτω από τα χτυπήματα, είχε την τύχη να χτυπήσει στο κεφάλι και να μείνει αναίσθητη κι ένας απ’ όλους, κάποιος που κάτω από το δέρμα του φασισμού κάτι ανθρωπινό περπάταγε ακόμα, την έβαλε σ’ ένα ταξί και είπε στον ταξιτζή να την πάει νοσοκομείο κι οι άλλοι την έφτυναν.
  Και στο ταξί συνήλθε και πήγε σπίτι της. Κι αγκαλιαστήκαμε και δεν μου το κράτησε ποτέ, εγώ το κράτησα στον εαυτό μου και μόνο στους πολύ πολύ κολλητούς μου μέχρι σήμερα το ξομολογήθηκα και να που σήμερα γίνατε ξαφνικά πολλοί οι κολλητοί μου κι έτσι είναι η ζωή.
  Σεωρή = ήρωες από την ανάποδη. Μη με δικαιολογήσετε, έτσι κι αλλιώς το ’χω κάνει από μόνος μου, όσο έπρεπε, και συνέχισα να ζω κι ευτυχισμένος σε καλές δόσεις.
  Την άλλη μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, Πολυτεχνείο μέσα κι έξω, αλλά ο νους μου στο νάνο και τους φίλους του, που όμως πια είχαν τραβηχτεί πολλά τετράγωνα πίσω γιατί κόσμος πολύς από παντού συντρόφευε τα παιδιά.
  Τα ξέρετε, μόνο την τελευταία βραδιά, όταν πια έγινε ντου και τρέχαμε Τοσίτσα και δίπλα, ανεξήγητα, όλο και κάποιος έπεφτε και γέμιζε το πεζοδρόμιο αίμα, κι όσους μπορούσαν οι διπλανοί τούς βάζανε σε κατώφλια πολυκατοικιών κι ο κόσμος τούς περίθαλπε, τα ξέρετε αλλά πρέπει να λέμε τα μπράβο στους ανώνυμους που παίζαν τα τομάρια τους και κάνανε τα σπίτια τους νοσοκομεία και τους άλλους, όπως ο φίλος μου ο Νίκος, που υπηρετούσε στα τεθωρακισμένα και μετά υπάλληλος στα Δικαστήρια στο Μεσολόγγι κι ήταν και δεξιός, έτσι νόμιζε, και έσωσε παιδιά και κανείς δεν το ξέρει και να το μεγαλείο, εμείς γύρω-γύρω από το τετράγωνο να πηγαίνουμε φάρμακα, μ’ ένα Φίατ 124 της ξαδέλφης μου, που σε μια γωνιά όπου το αφήσαμε για λίγο έφαγε κάμποσες σφαίρες κι άντε να το πάω στην ξαδέλφη μου την άλλη μέρα και μετά αυτή σε ποιό συνεργείο χωρίς ρουφιάνους να το φτιάξει; Στο τέλος, όταν πια τα πράγματα σφίξανε τόσο, όπου φύγει-φύγει με το Φίατ στον περιφερειακό για Γαλάτσι κι από ’κεί Παγκράτι το γύρο, παραλίγο να του φύγει στη στροφή το αυτοκίνητο του Νίκου του Μοναστηριώτη και να φύγουμε κάτω στον γκρεμό και τότε του ’πα το πικρόχολο: «Θα’ ναι κρίμα τούτη τη νύχτα να πάμε από αυτοκινητικό» και ηρέμησε και πήγαμε Φορμίωνος και μέχρι το πρωί ακούγαμε «ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ» και κλαίγαμε και φοβόμαστε και μέσα στο Πολυτεχνείο ήταν φίλοι μας κι ο ξάδελφός μου ο Γιάννης, ο θεοπάλαβος, που ’ξερε βέβαια να γλιτώνει, αλλά ποιος ήξερε αν κι οι άλλοι το ’ξεραν;
  Την άλλη μέρα πρωί-πρωί στο σπίτι του Νίκου, κι αυτουνού στα Εξάρχεια Σολωμού, που ξέχασα να σας πω, την προηγούμενη το βράδυ αργά είχαμε κλειστεί, πριν φύγουμε οριστικά από Εξάρχεια, κι ακούγαμε τα τανκς και τα πολυβόλα και όταν κατεβήκαμε να πάρουμε σάντουιτς στην πλατεία, μας είχε κόψει η πείνα απ’ το φόβο και την αγωνία, μόνο ο Νίκος δεν φοβότανε ποτέ και το ’δειξε με τον τρόπο που έφυγε από αυτή τη ζωή που του φέρθηκε χάλια, μόνο αυτός δεν φοβότανε, οι άλλοι διαβαθμισμένα, από λίγο ώς πολύ ο καθένας, είδαμε στο άγαλμα από πίσω ένα φοιτητή να κρύβεται και να τον πυροβολούν κι αυτός να τους κοροϊδεύει βγάζοντας πότε το χέρι, πότε το πόδι, σα να ’μαστε παιδιά και να παίζαμε τα αγάλματα στο Δημαρχείο στο Μεσολόγγγι, «μπαμ», μόνο που ο άλλος είχε κανονικό πιστόλι και κανονικές σφαίρες και τελικά ο φοιτητής την κοπάνισε κι η καρδιά μας πήγε στη θέση της κι ο Νίκος την τελευταία στιγμή μας αποκάλυψε ότι μαζί μας ήταν κι η κόρη ενός απ’ τα κεφάλια της Αριστεράς που ’τανε συμφοιτήτριά του.
  Και το άλλο πρωί η ίδια σύνθεση και το πολυβόλο στην ταράτσα της ίδιας πολυκατοικίας κροτάλιζε κι έριχνε στο ψαχνό.
  Ωι, μανούλα μου, αυτοί σκότωναν δυο φορές στ’ αλήθεια.
  Και φτιάξαμε σχέδιο διαφυγής και μπήκαμε στ’ αυτοκίνητά μας και βουρ Μεσολόγγι και στα διόδια που ’χανε μπλόκα, όπως μας είχανε ήδη πληροφορήσει, ξάπλα στο πάτωμα και κάτι κουβέρτες οι δικοί μου από πάνω και όπου φύγει-φύγει.


 
ΤΑϊΤΑΤάΤΣ
 
  Να ’μαστε στην τρίτη συνέχεια καταγραφής ζωής και γεγονότων συνηθισμένων ανθρώπων.
  Ακόμα δεν έχω βρει τίτλο, γι’ αυτό το αποθήκευσα προσωρινά σαν «άντε και βλέπουμε».
  Πού είστε παλιότεροι γραφιάδες, να τρίξουν τα κόκαλά σας με το ρήμα αποθηκεύω… Και μη νομίζετε ότι δεν πεθυμάω κι εγώ (σπανίως, ομολογώ) την πρώτη γραφομηχανή του γραφείου μας, που ανήκε στο θείο μου Χρήστο, μάρκας Mercedes, όπου έγραψα τα πρώτα στιχάκια κι αργότερα τα πρώτα δικόγραφα.
  Θυμίζω στους «πέριξ» την υπόσχεση να μην εκτεθούμε σ’ αυτό το «ζωντανό» κομμάτι, για τούτο και επιτρέψτε μου να μπλέκω λίγο το φανταστικό με το πραγματικό και τα ονόματα σε κάποιες περιπτώσεις να μην είναι τα αληθινά, αν και ξέρω ότι επειδή ήδη με μάθατε όσοι είχατε την υπομονή να ασχοληθείτε μαζί μου περνώντας μερικές ώρες μέσα στις σελίδες του «ΝΤόΡΟΥ» και του «ΣΕΩΡή», ψιλοανησυχείτε ήδη.
  Ίδωμεν, η υπόσχεσή μου πάντως στην οποία μένω προσηλωμένος είναι να προσπαθήσω να προστατευθούμε όλοι.
  Γυρίσαμε λοιπόν. Άρτι περαιώσαντες με επιτυχία τις πανεπιστημιακές μας σπουδές που άρχισαν λίγο πριν το ’70 και τέλειωσαν το ’74, επιβιώσαντες και με πτυχίο παρακαλώ και στη συνέχεια την 32μηνη φύλαξη της μαμάς πατρίδας, γυρίσαμε. Πού; αυτό δεν είναι το σημαίνον επί του παρόντος. Άλλωστε μπορείτε κάλλιστα να γυρίσετε νοερά στο δικό σας μέρος όπου ίσως εκτυλίσσονται τα παρακάτω. Για τις ανάγκες του κειμένου και του αφηγητή όμως, σημειώστε ένα μέρος πέντε ώρες με αυτοκίνητο από την Πρωτεύουσα, μάλλον μικρό για τα κουστούμια των πόλεων, όμως αναμφισβήτητα Πόλις, «μεγάλης έκτασης οικισμός με θεσμοθετημένες λειτουργίες, που αποτελεί το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής», (ορισμός που αμφισβητείται εντονότατα ιδίως υπό των γειτόνων), πιο Πόλις απ’ όλες τις Πόλεις λόγω Ιστορίας, μπόλικης Ιστορίας, τόσο που μπορεί και να μιλάμε λεύτερη γλώσσα εξ αιτίας της.
  Ελπίζω να μην αρχίσετε τις ξινές ερωτήσεις «τί σημαίνει λεύτερη γλώσσα;» γιατί δεν έχω σκοπό να απαντάω σε ερωτήματα -αντίθετα, κρατάω για τον εαυτό μου το δικαίωμα να θέτω κανένα όποτε μου ’ρχεται. Μεταξύ μας, ίσως είναι το μοναδικό πλεονέκτημα των γραφιάδων. Καλά, αφού επιμένετε, εντάξει, στο Μεσολόγγι γυρίσαμε -πού αλλού;
  Είναι μυστήριες οι διαθέσεις των ανθρώπων, αφού μου ’ρθε σήμερα, που περιμένω ώρες ατέλειωτες στο Εφετείο της Αθήνας να ’ρθει η σειρά της υπόθεσής μου, να ξεκινήσω αυτό το ταξίδι μαζί σας.
  Είναι αδύνατον όμως να μην σας πω ότι τα παιδιά που υποστηρίζω σήμερα για μια ασήμαντη παραβατικότητα είναι τα δύο από τα τέσσερα μιας οικογένειας. Το ένα παιδί, με προβλήματα που έχουν να κάνουν με την ψυχή και με το καταραμένο ταξίδι στον κόσμο των ψευδαισθήσεων, τον πολύ καταραμένο που φτάνει στο απόλυτο τέλος, μετά από ξερίζωμα κάθε ανθρώπινου σημαδιού, που όμως τώρα παλεύει σιωπηλά και σκληρά τα φαντάσματά του, με τη βοήθεια των γονιών του να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Εικοσιπέντε χρονών ο πρώτος κατηγορούμενος. Το αδίκημα; Ένα ξημέρωμα μετά από ολονύχτια κατανάλωση αλκοόλ και «ουσιών», σε κατάσταση πλήρους διαταράξεως των πνευματικών του λειτουργιών, έσπασε τη τζαμαρία ενός φωτογραφείου και πήρε 3-4 φωτογραφικές μηχανές και στη συνέχεια, αγκαλιά μ’ αυτές, κοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, 50 μέτρα πιο πέρα, κομμένος –ματωμένος απ’ τη τζαμαρία και το μηχανάκι του παρατημένο έξω απ’ το φωτογραφείο. Ο ιδιοκτήτης, που αποζημιώθηκε αμέσως όταν η μέρα πήρε το δρόμο της, δεν θέλει να τιμωρηθεί κανείς και παρακαλάει το Δικαστήριο να μην τιμωρήσει τα παιδιά, γιατί ξέρει την ιστορία τους.
  Το άλλο παιδί, κατηγορούμενος κι αυτός μαζί με τον προηγούμενο, έχασε την θέση του σαν υπάλληλος (ταμίας) που ήταν σε τράπεζα, γι’ αυτή την ασήμαντη εμπλοκή του με το νόμο, καθώς ήταν μαζί με τον αδελφό του αποβραδίς, κι αυτός πιωμένος, πολύ πιωμένος, και τράβαγε τον αδελφό του από τις τζαμαρίες μόλις αντιλήφθηκε την βλακεία που ’χε κάνει και περιμένει μήπως οι δικαστές αντιληφθούν ότι έκανε ό,τι έκανε για να σώσει τον αδελφό του και τον αθωώσουν και ξαναπάει στη θέση του, αλλιώς…
  Νομίζω ότι καταλάβατε ότι στο πρώτο δικαστήριο δικάστηκαν και οι δύο.
  Το τρίτο παιδί «σκλήρυνση κατά πλάκας» και το τέταρτο πέθανε πριν μερικούς μήνες από ανακοπή καρδιάς μετά από τις δικές του ταξιδιωτικές εμπειρίες στον σκατόκοσμο των παράλληλων συμπάντων.
  Τα παιδιά, παιδαράδες όλα και αντρικά όμορφα.
  Μάνα και πατέρας με αξιοπρέπεια, μέσοι Έλληνες, παλεύουν με όλες τις δυνάμεις τους για τα παιδιά τους, όμορφοι άνθρωποι, σε κερδίζουν με την απόπνοια αξιοπρέπειας, ειδικά η μάνα, γλυκειά μορφή που τα βάσανα μοιάζει να μην την χαρακώνουν -μοιάζει είπα, γιατί κανα-δυό χρόνια τώρα ένα κομμάτι άμυνας δεν άντεξε και πέρασε μέσα της η αρρώστια που ακούει στο επιστημονικό όνομα «συστηματικός ερυθηματώδης λύκος».
  Πώς μου ’ρθε και σταμάτησα στην μέση και σας περιέγραψα μια οικογένεια, με την αγωνία στα μάτια μήπως και σώσουν κάτι από τα όσα βλέπει να χάνονται μέσα απ’ τα χέρια της, απ’ τους κόπους της και τα όνειρά της; Δεν ξέρω, αλλά μαζί δεν το ξεκινήσαμε το ταξίδι; Μαζί θα το πάμε σταθμό-σταθμό.
  Η δίκη διακόπηκε για την άλλη Τετάρτη, οπότε θα σας πω τι απόγινε.
  Το επάγγελμα που διάλεξα από μικρός να κάνω, παλιότερα το λέγαμε «λειτούργημα» -δεν στοιχηματίζω πια σ’ αυτή τη λέξη-, δεν έχει μόνο δύο πρόσωπα σαν του Ιανού, έχει πολλά και για να σας το εξηγήσω με λίγες λέξεις που θα ’χετε ξανακούσει βέβαια, είναι ψυχοφθόρο αλλά και ανυσματικό, καταθλιπτικό κι ύστερα από λίγο χαρούμενο, σε στέλνει αδιάβαστο από στιγμή σε στιγμή να νοιώσεις το απόλυτο τίποτα, και από την άλλη είναι φορές που σε κάνει να νοιώθεις όμορφα, χρήσιμος. ΟΜΩΣ, η ιδιαιτερότητά του, που μερικές φορές σε φέρνει σε απόγνωση, είναι ότι η δουλειά σου, ο κόπος σου, δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, όπως του γιατρού για παράδειγμα, όλο το είναι σου να βάλεις κι όλη την τέχνη σου κι όλη την αλήθεια της γης να πεις, μπορεί και να μη φτάνουν για να πείσουν τον Δικαστή που θα αποφασίσει.
  Αυτό είναι το μέγα πρόβλημα. Ο Δικηγόρος προσπαθεί να πείσει ένα τρίτο πρόσωπο που είναι ο Δικαστής. Τα αφήνουμε όμως αυτά γι’ αργότερα που θα σας λέω καμιά ιστορία, απ’ ό,τι φαίνεται.
  1976, Χριστούγεννα, πολίτες. Τριάντα δύο μήνες ναύτες, μη νομίζετε πως δεν έκαναν ζημιά στα γραναζάκια και λοιπά εξαρτήματα του ενδομηχανισμού μας.
  Και μόνο η φθορά που σου προξενεί το ξόδεμα ενέργειας για να καταφέρεις να επιβιώσεις (παλιότερα αυτό) και να λουφάρεις, σε αφυδατώνει σε βαθμό απίστευτο -ξεχάστε όλα τα άλλα που έχουν να κάνουν με την απουσία λογικής στον χώρο που υπηρετείς, της καταρράκωσης της προσωπικότητας και τη σκουριά που αναπνέεις, που σε σκεπάζει και σε αφομοιώνει (πανέμορφα το ’πε ο Καββαδίας «…άγια σκουριά που μας γεννά, μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει…»).
  Όταν υπηρετείς, μάλλον εξιδανικεύεις -και πολύ καλά κάνεις-, όλα τα μικρά και καθημερινά, τα ασήμαντα που ποτέ δεν θα επεσήμαινες αν δε σου ’λειπαν, και πιστεύεις ότι ΑΝ ξεμπερδέψεις ποτέ με την θητεία, θα ρουφήξεις την ευτυχία που αποπνέουν αυτά τα μικροπράματα και θα ’σαι χαρούμενος.
  Ώπα! Ήρθε Τετάρτη. Μόλις γύρισα από Αθήνα από το Εφετείο.
  Ξαναδιαβάζω όσα σας είπα προχτές και μοιάζουν προφητικά γιατί αυτή τη φορά το ταξίδι Κόλαση - Παράδεισος – Επιστροφή (κάποτε έγραψα στίχους πάνω σ’ αυτό το θέμα και δε θ’ αποφύγω τον πειρασμό να τους ξαμολήσω αργότερα), ήταν αστραπιαίο.
  Ήρθε η σειρά μου κατά τις 10 το πρωί. Καλά ετοιμασμένος, ανέλυσα τη κατάσταση στο Δικαστήριο, στο οποίο προήδρευε μια κυρία που ’μοιαζε καλή και δίπλα της ήταν πάλι μια καλή κυρία και δίπλα της από την άλλη μεριά ήταν ένας που ’μοιαζε όχι καλός κύριος -από αυτούς που τους περιβάλλει επαγγελματική κρούστα άρνησης να περάσουν μέσα τους οτιδήποτε ανθρώπινο και η φάτσα τους το δείχνει, γαμώτο- και με ζώσανε τα φίδια, αλλά χαλάρωσα καθώς ο Εισαγγελέας ήταν άνθρωπος με κεφαλαία γράμματα και είπε περισσότερα από όσα εγώ σαν υπεράσπιση πρόσφερα στη διαδικασία και μάλιστα ζήτησε από το Δικαστήριο «να επιτελέσει κοινωνικό και παιδαγωγικό έργο και να βοηθήσει αυτά τα παιδιά να βρουν ένα δρόμο και μια οικογένεια να βρει έστω και στιγμιαία γαλήνη» -έτσι τα ’πε, και χαλάρωσα και δεν σας κρύβω ότι καιρό είχε να με συγκινήσει Εισαγγελέας.
  Ζήτησε την αθώωση και των δύο. Του μεν μικρού που έκανε και το «ανδραγάθημα» που ’λεγε και η θειά μου η Μαρία όταν είμαστε μικρά, «γιατί δεν είχε καθόλου ικανότητα καταλογισμού την στιγμή εκείνη» και του άλλου επειδή «δεν συμμετείχε καθόλου στη πράξη».
  Στη συνέχεια το κλίμα του Δικαστηρίου σα ν’ αλάφρυνε και να ξέφυγε από εκείνο το τυπικό και το βαρύ και η Πρόεδρος δεν μ’ άφησε να μακρηγορήσω αφού τι άλλο ήθελα, με κάλυψε ο κ. Εισαγγελέας.
  Ξέρετε τι παγίδα είν’ αυτό; πόσο εύκολο είναι να την πατήσεις; (την έχω πατήσει κατ’ επανάληψη -διάγραψέ το αυτό ;;;) Σταματάς για να μην γίνεις ενοχλητικός και τους κουράσεις, έχοντας κατά νου ότι ακούν ακατάπαυστα τους μεν και τους δε, και πραγματικά κουράζονται (ξεχάστε προς στιγμή το τραγούδι του Νιόνιου για τους «κουφούς» Δικαστές), και όταν βγαίνει ανάποδη απόφαση τα βάζεις με τον εαυτό σου γιατί δεν είπες αυτά που έπρεπε και δεν επιτέλεσες το καθήκον σου.
  Παρακάλεσα να μην είναι έτσι αυτή την φορά, δεν έπρεπε να είναι έτσι, ήταν πολύ τραγικά από μόνα τους τα πράγματα για να αποδειχθεί ότι στράβωσε (την πάτησα) έτσι η υπόθεση από το καλό κλίμα.
  Μην τα πολυλογώ, βγαίνει βλοσυρή η Πρόεδρος από την διάσκεψη –με το που την είδα με φάγανε τα φίδια- και λέει «ένοχοι, ο μεν πρώτος μπλα-μπλα-μπλα , ο δε δεύτερος μπλα-μπλα-μπλα».
  Εκεί κατέρρευσαν μάνα και πατέρας. Εκεί ξένεψαν τα πρόσωπα των παρισταμένων, όλων.
  Δεν υπάρχει χειρότερη εικόνα από κατάρρευση αξιοπρεπών ανθρώπων. Το κλάμα τους είναι σπαρακτικά αθέατρο. Δεν σε ενοχλεί σαν ήχος, μόνο περνάει απ’ ευθείας στην ψυχή σου και νοιώθεις ένοχος, μ’ οποιονδήποτε τρόπο και να έχεις εμπλακεί σ’ αυτή την τραγωδία, έστω και σαν θεατής και ακροατής στο Δικαστήριο, νοιώθεις ένοχος, που δεν μπόρεσες να συμβάλεις τόσο δα να μην κορυφωθεί αυτό το δράμα.
  Οι αξιοπρεπείς άνθρωποι όταν κλαίνε, ο αέρας γύρω δεν αναπνέεται.
  Το «γιατί;» -κραυγή της μάνας- που ήρθε πια μπροστά στην ΄Εδρα δεν απευθυνόταν προφανώς στην γυναίκα Πρόεδρο, απευθυνόταν στη γυναίκα μάνα, απευθυνόταν σ’ αυτήν σαν μεσολαβήτρια της μοίρας της, σαν ταχυδρόμο του σκληρού θεού της, σαν την αρχαία κατάρα που χτυπάει και δεν τελειώνει.
  Γιατί; Να χάσω κι αυτό το παιδί μου;
  Και το ερώτημα γιγαντώνεται σαν το βάλεις δίπλα στα όσα ο Εισαγγελέας είπε.
  Να χάσω άλλο ένα παιδί που δεν έκανε τίποτε ή κι αν έκανε, το τραύμα στη νομιμότητα αποκαταστάθηκε με το που συνήλθε αφού, όπως το ’παμε πιο πάνω, ο ίδιος ο παθών παρακάλεσε να μην τιμωρηθούν.
  Γιατί;
  Έπεσε καταχνιά στην αίθουσα. Είναι από τις περιπτώσεις που ακόμα και εμείς που πετσιάσαμε επαγγελματικά στη δυστυχία που χειριζόμαστε με κάποιο τρόπο καθημερινά στις αίθουσες των δικαστηρίων, εμείς οι Δικηγόροι, λέω, αγανακτούμε και μονιάζουμε και κοιτάμε ο ένας τον άλλον, επιδεικτικά απέναντι από τους δικαστές λες κι αυτό θα τους κάνει να φοβηθούν, να το σκεφτούν έστω, ν’ αλλάξουν.
  Όμως πότε σφιγμένα βλέμματα άλλαξαν τον κόσμο;
  Γύρισαν και με κοίταξαν όλοι οι συνάδελφοι με αγάπη, πιστέψτε το, και -σπάνιο πολύ σπάνιο- με κατανόηση!
  Και σ’ αυτό το χαμηλό βαρομετρικό, στο οποίο προστέθηκε και ο βόγγος του πατέρα, κάτι γυάλισε και ζήτησα από την Πρόεδρο να μας πει αν πράγματι με την απόφασή της απήγγειλε ότι δέχεται «έμπρακτη μετάνοια» για τον δεύτερο, γιατί έτσι άκουσα, και μου απάντησε «ναι».
  Μέσα σ’ ένα lucidum intervallum, («φωτεινό διάλειμμα», στα φοιτητικά μας λατινικά), εξηγώ, με πείσμα ομολογώ και με σκληράδα που δεν την ξοδεύομε παρά σπάνια πολύ, ότι εφ’ όσον απαγγέλθηκε έτσι η απόφαση η πράξη είναι μη τιμωρητή.
  Η Πρόεδρος το αρνήθηκε αλλά αποσύρθηκε για να διορθώσει το λάθος και τότε σε μια τελευταία προσπάθεια, μαλακά τώρα, ψελλίζοντας απεγνωσμένα κάτι περί μεταφυσικής, που τα λάθη σε καθοριστικές στιγμές της ζωής μας σώζουν, ζήτησα, όλοι οι παρόντες ζητήσαμε, η διόρθωση του λάθους να ’ναι για το καλό του παιδιού κι αυτή τη φορά βγήκε χαμογελώντας η Πρόεδρος και φωτείνιασαν όλα και το παιδί κρίθηκε μη τιμωρητέο και του ζήτησε το Δικαστήριο να ’ναι μάθημα αυτό για όλη τη ζωή του, όπως δηλαδή έπρεπε να ’χει γίνει από την αρχή και αυτός υποσχέθηκε, βαθειά υπόσχεση, πως «ναι, θα είναι»!


  … Πώς χωρίζεις από τον άνθρωπό σου; Πώς μετά από 7 χρόνια έρωτα και εξάρτησης σε βαθμό ναρκωτικών κινάς για άλλες πολιτείες; Χωρισμός χωρίς προετοιμασία, χωρίς λογική στήριξη, χωρίς σχέδιο πλεύσης, χωρίς ντάνος, που λέγαμε μικροί. Σκέτος χωρισμός. (Θέλετε επεξήγηση στη λέξη «ντάνος»; Ωραία. Περίπου σημαίνει φόρα, όμως ήταν πιο συγκεκριμένο, συγκέντρωση και μάζεμα δύναμης για πήδημα χωρίς φορά. Με ενωμένα τα πόδια πηδούσες από στάση όσο πιο μακριά μπορούσες κι αυτό το πήδημα το λέγανε «ταϊτατάτς». Ήταν και Ολυμπιακό άθλημα κάποτε, «άλμα άνευ φοράς», νομίζω, και Ολυμπιονίκης ο Τσικλητήρας; Ταϊτατάτς. Δεν είναι καταπληκτική λέξη; Λέτε να το βάλω τίτλο; Μ’ αρέσει, αν δεν με συγκρατήσουν οι υπόλοιποι που θ’ ασχοληθούν στο να φέρουν στα συγκαλά τους τα γραφόμενα που αραδιάζω, κυρίως ο Σωτήρης, δηλαδή, που έχει το γενικό πρόσταγμα, θα το καταλάβετε).
  Δεν είχε υπαναχωρήσεις, όχι. Για το χωρισμό λέω.
  Όσο παράξενο και να σας φανεί, δεν πισωγυρίσαμε.
  Τώρα πώς γίνεται ένας τεράστιος έρωτας, όπως σας τον περιέγραψα στο προηγούμενο κεφάλαιο ζωής, κραυγαλέος και ριψοκίνδυνος, πρωτοποριακός και επαναστατικός για χίλιες αιτίες και χωρίς αυτές, να φτάσει σε τόσο ήσυχο χωρισμό, δεν το ξέρω. Ήταν σα να πέρασε απ’ όλους τους σταθμούς που ήταν να περάσει και να ’φτασε νομοτελειακά στην πλατφόρμα του τέλους. Δυο άνθρωποι που στην κυριολεξία άκουγαν τα τριξίματα της ωρίμανσης χρόνο το χρόνο στα κορμιά και τα μυαλά τους και ανατριχιαστικά διαπίστωναν την αφομοίωση των όσων απέκρουαν -μετά καυγάδων μεγάλων-, ο ένας του άλλου, φρέναραν με χειρόφρενο και σβήσιμο μηχανών.
  Θέλετε και την πλάκα του θέματος; Η μάνα μου που ποτέ δεν έδειξε άσπρα δόντια σ’ αυτή τη σχέση, όταν τέλειωσε, στενοχωρήθηκε.
  Προφανώς αντιλήφθηκε ότι ξεκίνησα να τραβάω την οδό της μονήρους διαβίωσης που θα ακολουθούσα έκτοτε. …

Αθήνα, 6 Οκτωβρίου 2012



Φώτης Μπατσίλας
(για την αντιγραφή)


4 σχόλια: