Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΖΑΜΤΖΗΣ ΚΙ Ο ΔΙΣΚΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΕΜΠΑ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1986


Δεκαπέντε χρόνων, μόνος κι έρημος σε μια ξένη πόλη, την Πτολεμαΐδα. Μέρες του 1986, Α΄ Λυκείου, δεκαπέντε χρόνων, μόνος, ανήσυχος κι αγχωμένος και πιεσμένος και φοβισμένος και απογοητευμένος και ανικανοποίητος και να αισθάνομαι ότι ασφυκτιώ σ’ αυτήν την πόλη. Πτολεμαΐδα, σαν κάτι να ξεκινάει στα ερτζιανά αυτής της πόλης, κι είμαι μέσα, κι είμαστε όλοι μέσα, κι όλοι θέλουμε κι όλοι προσπαθούμε κι όλοι θα μπούμε μέσα και θα ξαναβγούμε και στο τέλος κάτι θα πετύχουμε και τίποτα δεν θα πετύχουμε. Και κείνες τις μέρες, του 1986, δεκαπέντε χρόνων μόλις, ανήσυχος, πριν τα ερτζιανά λευτερωθούν, Δεύτερο Πρόγραμμα, και Πρώτο, αλλά κυρίως Δεύτερο, κι όλα τα άκουγα κι όλα τα ρουφούσα κι όλα τα θαύμαζα κι όλα τα έκρινα, και μεταξύ άλλων ο Γιώργος Μητρόπουλος κι η τεράστια Σοφία Μιχαλίτση, και κάποιοι άλλοι, αλλ’ αυτοί κυρίως, τότε, τις μέρες του 1986, μόλις είχε πρωτοκυκλοφορήσει ο δίσκος, ΤΟ ΚΕΛΕΜΠΑ, αυτοί τον έβγαλαν στα ερτζιανά, αυτοί, εγώ τουλάχιστον αυτούς άκουσα, κι η Μιχαλίτση, μάλιστα, τον κάλεσε ζωντανά στην εκπομπή της, τον καλλιτέχνη, τον ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΖΑΜΤΖΗ, την Κυριακή, στην εκπομπή της λίγο πριν το μεσημέρι τον κάλεσε, και τον ακούσαμε και τον χαρήκαμε, και χαρήκαμε που τον ακούσαμε με την κιθάρα και τη φυσαρμόνικά του, ως άλλο Dylan, κι ας τον έβριζε τον Dylan κι ας έλεγε ότι «το ‘πε και το ‘παθε ο Ντύλαν, πράγματι αλλάζουν οι καιροί ...», κι ας έβριζε και τον κατ’ ουσίαν Έλληνα Ντύλαν, τον Σαββόπουλο και τους Stones, κι ας έβριζε, γενικώς, τον χαρήκαμε που τα ’λεγε όπως του ’ρχονταν « μωρή κουφάλα, Λίτσα, κι αν πηδιέσαι τι μ’ αυτό …» και «ξεμυαλίζεις τους γέρους και φιλιέσαι με ξένους, μα εμάς μάς αρνιέσαι, μας περνάς για χαμένους».
Κι έλεγε κι άλλα, που εμένα μ’ άρεσαν, που εμάς μας άρεσαν, δεκαπέντε χρόνων, μας άρεσαν, πώς να μην μας άρεσαν ; «αφήνω τα μαλλιά μου μακριά, να τα χαρώ πριν πάω Στρατό» έλεγε, και «αρρωσταίνετε εσείς μα εγώ τρέχω για γιατρό» έλεγε, και «νομίζω πως πρέπει να αράξω λιγάκι, σαν άμαχος στόλος σαν γλυκό ευζωνάκι, πελαργός να το παίξω με το πόδι στην πλάτη …» έλεγε και «ήρθ’ ο καιρός να στο πω γιατί, στ’ αλήθεια, ως εδώ είχα το στόμα κλειστό …» έλεγε, κι έλεγε κι άλλα πολλά, αυτός ο καλλιτέχνης, με στίχους και μουσικές, δικές του, ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΖΑΜΤΖΗΣ, έλεγε, «στα 25 εγώ, στα 16 εσύ, εγώ έχω ιδεολογία πια, μα ιδέες μόνο εσύ …», κι όλα αυτά τα έλεγε στο δίσκο, που μετά τον έγραψα σε κασέτα, στον μοναδικό του δίσκο, ΤΟ ΚΕΛΕΜΠΑ, πράσινο εξώφυλλο, αλλά πιο πολύ μαύρο, αλλά εγώ δεν είχα πικάπ τότε και το έγραψα σε κασέτα, στην Πτολεμαΐδα, την ξένη πόλη, μόνος κι έρημος και ανήσυχος και δεκαπέντε χρόνων …

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΑΔΥΑ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ FERIALE, ΣΤΟ 50ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


Ήταν ένα δύσκολο πρωινό. Δεν ξέρω τι έφταιγε, πάντως δεν έφταιγε η προηγούμενη βραδυά στο Feriale. Ο Ίκαρος, βέβαια, αυτός ο διαφθορέας, μας ξεγέλασε και μας μάζεψε όλους στο Feriale και, άκουσον-άκουσον!, μας έβαλε και ακούσαμε παλιές εκπομπές του Χρήστου Βακαλόπουλου στο ραδιόφωνο, μας εξανάγκασε και τραγουδήσαμε τα τραγούδια που ο Χρήστος γούσταρε, μας προέτρεψε αθεμίτως και λικνιστήκαμε με τα τραγούδια αυτά και, κρατηθείτε, με τρομοκρατικές μεθόδους μας υποχρέωσε και διαβάσαμε αγαπημένα αποσπάσματα από τα γραπτά του Βακαλόπουλου. Στην προσπάθειά μας να ξεφύγουμε καλέσαμε την αστυνομία, η οποία ήρθε ακαριαία, περικύκλωσε το χώρο, αλλά δεν επενέβη διότι ο Ίκαρος, ο σκοτεινός αυτός άνθρωπος, αυτός ο άνθρωπος αυτός, χρησιμοποίησε ακαθόριστες δυνάμεις και απέτρεψε την επέμβαση. Ο Ίκαρος, λοιπόν, η Ελεάννα, εγώ, ο Παναγιώτης, ο Κώστας και η Σάντυ, ο Μιχάλης, ο άλλος Παναγιώτης με την Κατερίνα και κάποιοι άλλοι, το όνομα των οποίων μου διαφεύγει, μείναμε κλεισμένοι (φυλακισμένοι δηλαδή) στο χώρο και νομίσαμε ότι απολαύσαμε την «πρώτη βραδυά Βακαλόπουλου». Γύρω στις 12:30 όμως απελευθερωθήκαμε κι έτσι τα προεόρτια της ανόδου μας στη Θεσσαλονίκη, όσο εντυπωσιακά και εάν ήταν, έλαβαν τέλος. Το βλέμμα της ισχυρής αστυνομικής παρουσίας μας ακολούθησε μέχρι τα σπίτια μας κι έτσι πέσαμε για ύπνο όντες σίγουροι ότι οι Χρυσοχοΐδιες Δυνάμεις ξαγρυπνούν. Αλλά δεν έφταιγαν όλα αυτά για το δύσκολο πρωινό. Κι ούτε οι μετρίας εμφανίσεως αεροσυνοδοί της Ολυμπιακής (που, μάλιστα, οδήγησαν κάποιους αναιδείς νεαρούς συνεπιβάτες μας να αποκαλούν τον κ. Βγενόπουλο «σαβούρη»). Ούτε, τέλος, η αποχή των «κινηματογραφιστών στην ομίχλη» που συνέβαλε ώστε οι ανταποκρίσεις του Τύπου να είναι του τύπου «μην έρχεστε, δε λέει χωρίς Έλληνες». Κάτι άλλο έφταιγε … ένα προαίσθημα, κάτι περίεργο, κάτι ασαφές…
Το βράδυ της Παρασκευής, ώρα 23:00, στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ, τα μάγια λύθηκαν. Ο Δημήτρης Κολλάτος, ο κινηματογραφιστής που κατάφερε και βγήκε από την ομίχλη και έφτασε ασθμαίνοντας στη Θεσσαλονίκη, δίχως ταινία σε φιλμ, πλην σαν έτοιμος από καιρό, παρουσίασε τη νέα του ταινία Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΛΙΕ και έδωσε σαφέστατη απάντηση στο σφίξιμο όλης της ημέρας, στη δυσκολία του περασμένου πρωινού (που στον συνοδοιπόρο μου Παναγιώτη εκφράστηκε με αδυναμία εκπλήρωσης των καθηκόντων του εντός της τουαλέττας, παρά το ανελέητο σφίξιμο). Ανέβαινα στο φεστιβάλ για πολλοστή φορά κι όλες τις φορές ως θεατής, ως έχων το άγχος της κουλτούρας, που έλεγε παλαιότερα κι ο εκδότης κ. Τσαγκαρουσιάνος, αλλά, τώρα όλα ήταν ξεκάθαρα: Στο φεστιβάλ έπρεπε να ανεβαίνω όλα αυτά τα χρόνια, τιμή και δόξη, ως σκηνοθέτης κι όχι ως απλός θεατής! Ναι, κύριοι, αποκρούω μετά βδελυγμίας τα απαράδεκτα επιχειρήματά σας ότι δεν έχω δει ποτέ μου κάμερα, ότι δεν ξέρω από σκηνοθετικές τακτικές, ότι δεν ξέρω τίποτα απολύτως. Θα έπρεπε όλοι σας σήμερα να με αναγνωρίζετε ως μεγάλο σκηνοθέτη. Διότι είμαι σκηνοθέτης (όχι, δεν κάνω χρήση του «Είμαστε όλοι κινηματογραφιστές» του Βακαλόπουλου. Αυτό θα το χρησιμοποιήσω σε άλλη στιγμή). Είμαι σκηνοθέτης, αφού σήμερα ο πάσα ένας, μικρός ή μεγάλος είναι αδιάφορο, μπορεί να πάρει μια κάμερα και να κινηματογραφήσει .ό,τι να ’ναι! Και μετά να ζητήσει μία χρηματοδότηση από το ΕΚΚ. Κι αν την πάρει, όλα καλά. Την τρώει ώσπου να τελειώσει και μετά … άλλη ταινία !!! Κι αν δεν την πάρει, αφήνει απλήρωτους όλους τους συντελεστές και βρίζει το Κέντρο. Και μετά … άλλη ταινία (δε μπορεί, κάποτε θα κάτσει)… Ο Κολλάτος, λοιπόν, προ της προβολής, ανέγνωσε λίστα όλων όσων επιχορηγήθηκαν από το κέντρο κινηματογράφου. Άκουσα με φρίκη ότι «κάποιος Οικονομίδης» (sic) πήρε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για μία ταινία υπό τον τρομακτικό τίτλο «Μαχαιροβγάλτης». Άκουσα κι άλλα ονόματα, αλλά η σκέψη μου είχε σταματήσει. Ο Κολλάτος ζήτησε εξ αρχής να υπογράψουμε όλοι ένα έγγραφο (κάτι σαν αίτηση – έκκληση) ώστε να υιοθετηθεί από την οικογένεια Βούλγαρη (Παντελή, Αλέξανδρο, Κατερίνα και Ιωάννα Καρυστιάνη) για να τύχει (επιτέλους!) κι αυτός ο έρμος μιας κάποιας επιχορηγήσεως από το ΕΚΚ, κι έτσι η σκέψη μου είχε … Kολλ-ήσει σ’ αυτό. Κοιτούσα δεξιά κι αριστερά μήπως δω το χαρτί να περιφέρεται, μήπως και δεν το πάρω είδηση κι έτσι δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ. Μοιραία, την ταινία δεν την κατάλαβα, το ομολογώ. Το μόνο που μου έμεινε είναι ότι σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα το ματς έληξε 4-2 (αν το είχε το «στοίχημα» θα το είχα πιάσει διότι μόνο αυτό το σκορ παίζω), αλλά δεν θυμάμαι υπέρ ποιας ομάδας. Α, θυμάμαι και κάτι ακόμα που είπε ο Κολλάτος, ότι ο γιος του δεν είναι πούστης, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ με ποια αφορμή ειπώθηκε αυτό. Ίσως, βέβαια, από καιρού εις καιρόν εμείς οι άντρες πρέπει να προβαίνουμε σε τέτοιου είδους δηλώσεις ώστε οι γυναίκες που μας συνοδεύουν να αισθάνονται σίγουρες για μας (και να κάνουν τα κουμάντα τους). Μόλις τέλειωσε η ταινία, έφυγα αμέσως από την αίθουσα προς αναζήτησιν του επίμαχου χαρτιού και δεν άκουσα τις ερωτήσεις κάποιου συμπαθέστατου κυρίου που ζητούσε αποσαφηνίσεις επί του σεναρίου από τον σκηνοθέτη (να σημειώσω εδώ ότι το σενάριο δεν το είχε γράψει ο σκηνοθέτης αλλά πολλοί απ’ τους Διαφωτιστές και, συνεπώς, δεν ξέρω τι απαντήσεις μπορεί να έδωσε ο σκηνοθέτης επ’ αυτού. Ίσως ο συμπαθής κύριος θα έπρεπε να απευθυνθεί απ’ ευθείας στον Ντιντερό ή στον Βολταίρο). Βγήκα έξω αλλά χαρτί – αίτηση υιοθεσίας πουθενά. Κόντευα να λιποθυμήσω από την αγωνία ώσπου ο Παναγιώτης (αν και Μπαόκι, στιβαρός άντρας κι όχι πούστης), που ήταν μαζί μου στην αίθουσα και η Κατερίνα με την Αναστασία (που ασεβώς προτίμησαν να δουν μια ξένη ταινία) με οδήγησαν άρον άρον σε ένα μαγαζί ονόματι ΝΙΚΗΣ 35 για να με συνεφέρουν. Το κατόρθωσαν, φεύγοντας όμως διαπίστωσαν ότι ήταν κατά 21 ευρώ φτωχότεροι, αφού τα 3 Haig που χρειάστηκαν κόστιζαν 7 ευρώ έκαστο. Επιστρέφοντας, πέσαμε σε μία ομάδα «αριστεριζόντων» νεαρών ή «γριών» που τραγουδούσαν «Μπόται θα κάνει ξαστεριά». Τη σημασία του συνθήματος την κατάλαβα την επομένη …

Η άλλη μέρα θα έπρεπε να είναι η μέρα της Δέσποινας αλλά ξεκίνησε με μια ταινία μιας Γερμανίδας ονόματι Aren Ade (πως λέμε «άντε και …»). ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ήταν ο τίτλος της και ήταν παραγωγής 2003. Έπαιζε μια άλλη Γερμανίδα και κάποιοι άλλοι Γερμανοί και Γερμανίδες, οι οποίοι είχαν βαλθεί να μας αποδείξουν ότι ξέρουν να κάνουν καλύτερο σινεμά από εμάς. Φυσικά, εμείς δε μασήσαμε και δεν δώσαμε στην ταινία την προσοχή που θα άξιζε. Αυτό θα έλλειπε, να παραδεχτούμε ότι οι Γερμαναράδες ξέρουν από σινεμά. Όταν εμείς δημιουργούσαμε τα αριστουργήματα ΓΚΟΛΦΩ και ΑΣΤΕΡΩ, αυτοί είχαν να αντιπαραβάλλουν κάτι τυχάρπαστους ονόματι Φρίτς Λάνγκ και Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ. Κι όταν εμείς μεγαλουργούσαμε με τις ταινίες της Καραγιάννης – Καρατζόπουλος (υπό την καθοδήγηση του Κώστα Καραγιάννη) αυτοί έβγαζαν στο κουρμπέτι κάτι τυπάκια που τα έλεγαν Φασμπίντερ, Βέντερς, Σέλντορφ. Ένας, μάλιστα, απ’ αυτούς ο Βέρνερ Χέρτζοκ, είχε το θράσος να έρθει στο φεστιβάλ (εμείς, βέβαια, ως φιλόξενος λαός, τον τιμήσαμε, αλλά τι να κάνουμε, η ανατροφή μας φταίει;). Η ταινία, λοιπόν, αυτή της Γερμανίδας αναφερόταν, ευθαρσώς, στο θέμα της μοναξιάς στη δεκαετία του 2000. Μια νεαρή δασκάλα τοποθετείται σ’ ένα σχολείο και αρχίζει την εργασία της με πολλά και μεγάλα όνειρα. Θέλει να φέρει έναν αέρα ανανέωσης στο σχολείο και το δηλώνει ρητώς, πράγμα που ξενίζει τους παλαιούς συναδέλφους (οι οποίοι στο τέλος δικαιώνονται για την ξινίλα τους). Προσπαθεί παράλληλα να φτιάξει την προσωπική ζωή της, αλλά δεν της κάθεται. Προσκολλάται σε μία «φίλη» που γνωρίζει σε ένα κατάστημα ρούχων, αλλά η μοναξιά την οδηγεί σε ακρότητες και επεμβάσεις στη ζωή της που οδηγούν την ίδια στην αμηχανία, την απογοήτευση και τη θλίψη και την «φίλη» στον εκνευρισμό και την επιθετικότητα. Στο τέλος αφήνει το τιμόνι της ζωής της να την οδηγήσει μόνο του. Είναι το δέντρο κι όχι το δάσος … Αυτά, νομίζω, ότι ήθελε να πει η Γερμαναρού κι πλάκα είναι ότι (μεταξύ μας) το πέτυχε τόσο με τη σφιχτή αφήγηση όσο και με τα λιτά κι αντιτηλεοπτικά πλάνα. Βέβαια, δεν πρόκειται να το παραδεχτούμε ποτέ δημοσίως, αλλά τώρα είπαμε ότι μιλάμε μεταξύ μας… Για να δείξουμε τη δυσαρέσκειά μας στη γερμαναρού, αποφασίσαμε να πάμε στα Λαδάδικα για «βρώμικα» κι όχι σε καθαρά μαγαζιά τύπου ΜΑΜΙΣΙΟ όπως την Παρασκευή (που με παρέσυραν η Κατερίνα με την Αναστασία κι ήρθε κι ο Ηλίας). Εκεί μαζευτήκαμε πολλοί: Ήρθε κι η μικρή η Κατερίνα κι ο Sotos αλλά και η Δεσποινούλα. Μιλήσαμε για πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, για γάμους και για αρραβώνες, κάποιος μου είπε ότι έμεινα γεροντοπαλίκαρο (και στεναχωρέθηκα και δεν έφαγα τέταρτο σουβλάκι) κι έτσι, μ’ αυτές τις κουλτουριάρικες συζητήσεις, φύγαμε και πήγαμε για καφέ στον ναό της κουλτούρας, στην Αποθήκη Γάμα (τα). Εκεί διαπιστώσαμε ότι το σύνδρομο Αβραμόπουλου (Καγκελόπουλου – Ατσιγαρόπουλου και εσχάτως «Σαμαράς Β΄» είχε ήδη εκλείψει διότι, υπό το φόβο οι επισκέπτες του χώρου να αγγίξουν την 5η μέρα του Φεστιβάλ τον μαγικό αριθμό … 10 (!!!) αποφασίστηκε και επιτράπηκε το κάπνισμα στο χώρο. Πάντα ήμουν κωλόφαρδος κι έτσι βρήκα αμέσως τραπέζι. Δεν μπόρεσα όμως να απολαύσω τον καφέ μου (δίπλα στη Δέσποινα) διότι έπρεπε να τρέξω πάλι στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ για μία άλλη ελληνική ταινία που μου είπαν ότι λέγεται «Κωλόμπα» αλλά τελικά λεγόταν ΜΠΙΛΟΜΠΑ κι ήταν της Σοφίας Παπαχρήστου (που πριν από δεκατόσα χρόνια είχε σκηνοθετήσει ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΗΛΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ). Η ταινία (πάλι μεταξύ μας) ήταν πολύ καλή (αλλά δεν το λέμε διότι ο ελληνικός κινηματογράφος πρέπει να είναι πάντα μίζερος και να παραμένει στην ομίχλη). Έπαιζε ο Πιατάς και πολλοί άγνωστοι (σε εμένα) ηθοποιοί, πλην του Βασίλη που έχει ΤΟ ΜΠΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ, εκτυλισσόταν σε ένα ελληνικό νησί (μάλλον ανύπαρκτο), αναφερόταν σε έναν «αρχαίο» μύθο κι ήταν, επί της ουσίας, ένα σχόλιο στην προσωπική στάση και ευθύνη του καθενός απέναντι στο περιβάλλον και στην ανάπτυξη δια του «δύνασθαι άλλως», δια των εναλλακτικών και φυσικών πηγών ενέργειας. Είχε και πλάκα, είχε και γρήγορο ρυθμό, είχε και καλές ερμηνείες, η ώρα πέρασε ευχάριστα. Στο τέλος την ψήφισα κιόλας (τον Κολλάτο δεν τον ψήφισα για ευνόητους λόγους) και της έβαλα τον μεγαλύτερο βαθμό (αλλά και πάλι δεν το λέμε, για τους παραπάνω λόγους). Η ταινία στο τέλος πήρε το βραβείο κοινού (και πολύ το χάρηκα, αλλά ξανά-μανά δεν το λέω)…
Μέχρι την επόμενη ταινία, καθίσαμε να πιούμε και μεις σαν παιδιά ένα ουισκάκι στο Ολύμπιον δίπλα στο σινεμά αλλά δεν το ευχαριστηθήκαμε (όχι, βρε, γιατί έκανε 8,5 ευρώ …) διότι είχε πολύ κόσμο που πήγαινε στην τιμητική εκδήλωση γι’ αυτόν τον Χέρτζοκ που σας είπα παραπάνω και γινόταν χαμός με φλας κλπ. Μετά έφυγαν κι η Δέσποινα με την Αναστασία (που πήγαν να δουν θέατρο), έφυγε κι ο Ηλίας που είπε ότι πάει να δει μία 5λεπτη μικρού μήκους (αλλ’ απ’ το χρόνο που έκανε καταλάβαμε ότι μάλλον πήγε τουαλέττα) και μείναμε οι δυο μας με τον Παναγιώτη κι αρχίσαμε τις σοβαρές συζητήσεις για τον ΜΠΑΟΚ και την ΑΕΚ και τον Μπομπ Κοζώνη και μάθαμε ότι μας κέρδισε κι Καβάλα (σα να λέμε «ήτανε και καραφλός, έστρωσε μια κέντα φλος …»), πέρασε κι ώρα, ξαναμπήκαμε στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ να δούμε μια Ρώσικη ταινία (κι όχι κονσέρβα) του Αλεξέι Μπαλαμπάνοφ με τον τίτλο ΜΟΡΦΙΝΗ του 2008, με την προσδοκία να δούμε καμιά Ρωσίδα να γλυκαθούμε λίγο απ’ την ήττα (εγώ, δηλαδή, διότι ο άλλος «Κλάιν Μάιν»). Η ταινία όμως δεν είχε Ρωσίδες (με την τρέχουσα έννοια του όρου) αλλά έναν παλιορώσο γιατρό, βγαλμένο μέσα απ’ τα γραπτά του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ. Αυτός ο γιατρός ήταν κάπως μαλλάκας γιατί σε κάποια φάση, λίγο πριν την Επανάσταση του 1917 (αυτά τα λένε οι Κομμουνιστές, η ιστορία λέει ότι ήταν Πραξικόπημα), όταν έπαθε ένα αλλεργικό σοκ, έκανε μια ένεση μορφίνης κι έγινε … πρεζάκι. Και δεν έφτανε αυτό, αλλά παρέσυρε και τη γκόμενά του. Η ταινία δεν ήταν καλή (αλλά εμείς δεν το λέμε γιατί οι Ρώσοι είναι Ορθόδοξοι και πρέπει να τους στηρίξουμε), είχε πολλές σκηνές σπλάτερ, αλλά – αν και έγχρωμη- αναπαριστούσε καλούτσικα την εποχή. Δεν είχαν όλοι, βέβαια, την ίδια γνώμη διότι κάποιος θεατής έβγαλε έναν βρυχηθμό και … η ταινία διακόπηκε αλλά στο τέλος έγινε καλά (κι οι κακοπροαίρετοι είπαν ότι τον πήρε ο ύπνος κι έκανε ότι έπαθε κάτι για να μην ξεφτιλιστεί – ο Ηλίας που ήταν ξαπλωμένος σχεδόν δίπλα του, πάντως, δεν κατάλαβε τίποτα κι η επιστήμων – ιατρός Κατερίνα σηκώνει τα χέρια ψηλά). Ε, μετά απ’ αυτό ο γιατρός αυτοκτόνησε κι η ταινία τελείωσε και εμείς φύγαμε και πήγαμε για ύπνο αλλά εμείς (με την Κατερίνα) πήγαμε στο σπίτι της Δέσποινας γιατί είχαμε ώρες να τη δούμε και, μοιραία, την πεθύμησα …

Την Κυριακή το φεστιβάλ τελείωσε κι επειδή δεν το καταλάβαμε καλά, συναντήσαμε τη Λίτσα και τον Τάκη και μας το είπαν κι αυτοί κι έτσι το πιστέψαμε. Κάποια στιγμή στο δρόμο, όπως περπατούσαμε με την Κατερίνα, διαπιστώσαμε ότι οι 9 στις 10 Σαλονικιές φοράνε … μπότες !!! Έτσι, κατάλαβα και το σύνθημα που άκουσα την προηγούμενη νύχτα…
Τώρα, επειδή το κείμενο που έγραψα είναι μεγάλο (και δεν πιστεύω να το διαβάσει κανένας – 2098 λέξεις γαρ), λέω να σταματήσω. Επιλέγω απ’ όλα τα κλεισίματα το πιο πρωτότυπο: «Θα μου μείνει αξέχαστο αυτό το φεστιβάλ» !!!

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΓΙΟΡΤΗ


Η γενιά μας (σαράντα παρά) δεν έζησε το Πολυτεχνείο, η γενιά μας γιόρτασε το Πολυτεχνείο. Και μέχρι να το γιορτάσει (ειδικά για όσους από εμάς γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην επαρχία), δεν γνώριζε καν για το Πολυτεχνείο. Το γιόρτασε και το έμαθε, το έμαθε γιορτάζοντας ! Θα καταλάβετε, λοιπόν, πολύ καλά τον λόγο για τον οποίο εξοργίζομαι όταν βγαίνουν διάφοροι δημοσιογράφοι και «αναλυτές» (νέα μόδα – ιδιότητα αυτή που προσδίδει κύρος σε σωρεία φελλών που δεν φέρουν καμμία ιδιότητα αλλά πρέπει να νομιμοποιήσουν τον λόγο τους…) και ισχυρίζονται ότι το Πολυτεχνείο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως γιορτή, ότι δεν πρέπει να κάνουμε «μνημόσυνα», να μην ακούμε τα γνωστά τραγούδια, να μην προσφέρουμε λουλούδια στα θύματα, να μην … κ.λπ. Όχι, κύριοι !!! Η γενιά μας δεν θα ακολουθήσει την προτροπή σας. Η γενιά μας έχει ανάγκη τις γιορτές, έχει ανάγκη τη γιορτή του Πολυτεχνείου. Σήμερα που λίγα πράγματα μας έμειναν για να γιορτάζουμε (και να τα γιορτάζουμε με όλη τη σημασία της λέξης, να αισθανόμαστε ένα είδος χαράς κι έναν θαυμασμό για τους πρωταγωνιστές των γεγονότων που γιορτάζουμε), σήμερα επιβάλλεται να γιορτάσουμε ! Όλα τα υπόλοιπα περί «νεανικής τρέλλας», «παιδικών ονείρων» και «είναι εσωτερική υπόθεση του καθένα», τα ακούω βερεσέ. Δεν είναι εσωτερική υπόθεση κανενός. Για όποιον θέλει να είναι (και να λέγεται) Δημοκράτης το Πολυτεχνείο είναι γιορτή. Για όποιον δεν θέλει, υπάρχουν άλλες λέξεις …





Στις σχολικές γιορτές του Λυκείου, η γιορτή του Πολυτεχνείου ήταν η πιο θεαματική διότι είχαμε και … όργανα. Οργάνωσα και συμμετείχα σε 3 γιορτές, στις αντίστοιχες τάξεις του Λυκείου. Έχω περίεργες μνήμες: Απ’ τη μια ο … φόβος για τις αντιδράσεις όσων αρνούνταν την … ύπαρξη (!) του Πολυτεχνείου κι απ’ την άλλη η περηφάνια που συμμετείχα σ’ αυτή τη γιορτή ! Και, φυσικά, τα τραγούδια !!! Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια της φωτιάς !!! Διότι κάθε γιορτή θέλει τα τραγούδια της. Και το Πολυτεχνείο είναι γιορτή !!!

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ (ΕΡΤ 1983 – 1984)


Ο Αντώνης (Α. Καφετζόπουλος), νεαρός ρεμπέτης, με μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο ένα ζητιανόξυλο (μπουζούκι) φτάνει από τη Σύρο στον Πειραιά, αναζητώντας τον ξάδερφό του Μήτσο (Γ. Ζαβραδινό) προκειμένου να τον βοηθήσει να κάνει την τύχη του. Σχεδόν αμέσως γίνεται μέλος της παρέας του Μήτσου που αποτελείται από τον Θανάση (Τ. Περλέγκα), τον Βαγγέλη (Δ. Καταλειφό) και τον Γιώργη (Η. Λογοθέτη). Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’30.    Η παρέα δένεται, τσακώνεται, προσπαθεί να επιβιώσει, ανελίσσεται, ερωτεύεται, παντρεύεται, χωρίζει. Η σειρά παρακολουθεί τη ζωή των μελών της παρέας αυτής από τη δεκαετία του ’30 έως και τη δεκαετία του ’60. Στην πραγματικότητα παρακολουθεί την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού στην πορεία του από την αφάνεια, τους τεκέδες, στην ακμή του έως και την τελική του καταξίωση στη συνείδηση και στα γούστα του μέσου Έλληνα. Οι ζωές των πρωταγωνιστών προσφέρονται και για την αλληγορία αυτή. Ο Αντώνης, βασικός πρωταγωνιστής της σειράς, ερχόμενος από τη Σύρα στον Πειραιά (σίγουρα κάποιον άλλον σας θυμίζει αυτό), προσπαθεί κατ’ αρχάς να επιβιώσει. Δεν είναι εύκολο. Η ζωή του ρεμπέτη έχει πολλές διακυμάνσεις, έχει πολλά απρόοπτα. Χορταίνει λίγο, αλλά η πείνα παραμονεύει στην επόμενη γωνία. Είναι και οι εποχές τέτοιες: Δεκαετία του ’30, μέρες του ’36, Μεταξάς και δικτατορία, «διακοπές» στα νησιά, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος, βία και νοθεία, ανένδοτος κι η ομαλότητα δε λέει να φανεί. Ο ρεμπέτης όμως είναι φιλόδοξος διότι είναι άξιος κι η φιλοδοξία του αυτή και την αξία του θα του δώσει τη δυνατότητα να παλέψει έως την τελική καταξίωσή του. Δίπλα στον Αντώνη πάντοτε μια γυναίκα. Πότε η μία, πότε η άλλη. Πάντα όμως, ένα σημείο αναφοράς, Μία γυναίκα, Η γυναίκα: Η Χαρά (Χαρά Αγγελούση), μια Σμυρνιά ζωντοχήρα, όμορφη και άξια γυναίκα και τραγουδίστρια, δυναμική και χειραφετημένη, αλλοπρόσαλλη (ως γυναίκα), που «αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται», συνθλίβεται από τον κοινωνικό περίγυρο που τη δυναστεύει, αλλά κρύβει τόση γλυκύτητα και χάρη στην οποία είναι αδύνατο ν’ αντισταθείς, ακόμη κι αν είσαι … ρεμπέτης (η Χ. Αγγελούση υπηρετεί έξοχα τον ρόλο). Η πρώτη κι η μοναδική αγάπη του Αντώνη, με την οποία είχε μια σχέση επιεικώς ρηξικέλευθη (σαν τη σχέση του ρεμπέτικου με το σμυρνέικο τραγούδι). Στο τέλος, όπως είναι φυσικό, θα παντρευτούν, θα κάνουν παιδιά, θα έχουν στρωμένη δουλειά και λεφτά, θα αναγνωριστούν κοινωνικώς πλήρως. Ό,τι έγινε και με το ρεμπέτικο: Μετά από μία υπόγεια διαδρομή μπήκε μέχρι και στα αριστοκρατικά σαλόνια.
Οι ζωές των υπόλοιπων πρωταγωνιστών της Σειράς δεν διαφέρουν από τις ζωές των υπόλοιπων ρεμπετών, που δεν ανελίχθηκαν κοινωνικά, που δεν καταξιώθηκαν (διότι ασφαλώς υπήρξαν και τέτοιοι): Πειραιώτικος υπόκοσμος, «είδη καπνιστού» (λουλάς, καλάμι, ναργιλέδες), ακροατήρια, φυλακές, «λιανικό εμπόριο», υψηλές γνωριμίες, υψηλές απολαύσεις, φωτογραφίες, πλάκες (δίσκοι) και στο τέλος … καλή ψυχή: Ο Μήτσος, μετά το χωρισμό του απ’ τη Στέλλα (Ρ. Βαγιάνη), την οποία είχε παντρευτεί μετά από εκούσια απαγωγή, αν και επαγγελματικά αρχίζει να αναγνωρίζεται ως «πρώτο όνομα» και κάνει τους πρώτους δίσκους, χάνει τον εαυτό του, μπλέκει με μια κουλτουριάρα (Θ. Μπαζάκα), μπαίνει στον κόσμο της πρέζας, «πουλάει» τους συντρόφους του, γίνεται βαποράκι, εκτοπίζεται στα Μεταξικά χρόνια στο Ασπρονήσι, ως ναρκομανής (μαζί με λοιπά «αντικοινωνικά» στοιχεία), απ’ όπου δραπετεύει με τη γερμανική κατοχή και, τέλος, πεθαίνει μόνος κι έρημος σε … ένα σπήλαιο. Ο Αρίστος (Φ. Σοφιανός) μπαρκάρει και δεν ξαναγυρνάει. Η αδερφή του (Ε. Κούρκουλα) παντρεύεται τον Βαγγέλη και δίνεται στον συνεργάτη των Γερμανών Μπελούση (παλιό ρεμπέτη) προκειμένου να τον βγάλει από την φυλακή. Ο Βαγγέλης μπαίνει στην Αντίσταση και χάνεται. Ο Θανάσης, που στην πραγματικότητα ήταν άλλος απ’ αυτό που έλεγε και έδειχνε, με βεβαρημένο παρελθόν, αφού αλλάζει χίλιες δουλειές στο τέλος καταντάει πλανόδιος …μπουζουκσής. Είχε και μια κόρη (Π. Σταθακοπούλου), με πιάνο και γαλλικά, η οποία μαγεύεται από το ρεμπέτικο, συνάπτει σχέση με τον Αντώνη, αλλά στο τέλος φεύγει για το Εξωτερικό. Ο Γιώργης, τέλος, παντρεύεται μια πρώην πουτάνα (Δ. Ζέζα), γίνεται πατέρας, αλλά η Μοίρα δεν τον αφήνει να χαρεί την οικογένειά του …




Η σειρά γνώρισε τεράστια επιτυχία όχι μόνο λόγω των πολλών ρεμπέτικων τραγουδιών που περιλάμβανε (μην ξεχνάτε ότι προβλήθηκε κατά την πρώτη τετραετία της «Αλλαγής», εποχή κατά την οποία το Ρεμπέτικο και το Λαϊκό Τραγούδι είχαν επανέλθει στη μόδα – Ρεμπέτικη Κομπανία, Αθηναϊκή Κομπανία, Οπισθοδρομική Κομπανία, Χειμερινοί Κολυμβητές, Ν. Παπάζογλου κ.α.), όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι, αλλά, κυρίως, λόγω των ίδιων των δημιουργών της. Εξηγούμαι: Το σενάριο ήταν μεστό, χωρίς ιδιαίτερες υπερβολές, με εξαιρετικούς διαλόγους και ατάκες. Η ιστορία, βεβαίως, ιδιαίτερα ελκυστική. Η σκηνοθεσία του Μεσθεναίου (που αργότερα έκανε και το «Σαν τα τρελλά πουλιά», αλλά μας άφησε νωρίς, από το 1988) εξαιρετική, πολλές φορές ευρηματική, χωρίς ίχνος «τηλεοπτικότητας», αντιθέτως, θα έλεγα, άκρως κινηματογραφική. Τέλος, και κυρίως, οι ερμηνείες υπέροχες. Το ζεύγος Καφετζόπουλου – Αγγελούση εξοργιστικά ρεαλιστικό, ο Ζαβραδινός με τον Περλέγκα ένα με τον ρόλο τους, ο Λογοθέτης ξεκαρδιστικός, όπως πάντα, και φορές τραγικός, ακόμα και οι Βαγιάνη, Σταθακοπούλου Σοφιανός πολύ καλοί.
Η σειρά ολοκληρώθηκε σε 2 κύκλους των 13 επεισοδίων, συνολικά δηλαδή σε 26 επεισόδια μυθοπλασίας των 45 λεπτών, συν ένα επεισόδιο με τραγούδια (το 14ο).





ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία: Φώτης Μεσθεναίος
Σενάριο: Βασίλης Κωσταρας, Φ. περδικόπουλος, Θανάσης Καστης (α΄ κύκλος), Βαγγέλης Γκούφας, Φ. Μεσθεναίος (β΄ κύκλος), προσθ. Διάλογοι: Ν. Κατακουζηνός.
Ερμηνεία: Αντώνης Καφετζόπουλος, Δημήτρης Καταλειφός, Τίμος Περλέγκας, Ηλίας Λογοθέτης, Γιάννης Ζαβραδινός, Χαρά Αγγελούση, Φίλιππος Σοφιανός, Χρήστος Βαλαβανίδης, Γιώργος Διαλεγμένος, Αλέκα Παΐζη, Πέγκυ Σταθακοπούλου, Θέμις Μπαζάκα, Ρίκα Βαγιάνη, Χρυσούλα Διαβάτη, Ντίνα Κώνστα, Δήμητρα Ζέζα, Αθηνά Τσιλύρα, Νίκος Χύτας, Χρήστος Ευθυμίου, Μ. Κωνσταντόπουλος, Χρ. Δαχτυλίδης, Γρ. Δανάλης, Ν. Σκιαδάς, Μπ. Κουμπαρέλη, Χρ. Καλδάνης, Στ. Φράστας, Νικ. Αστρινάκης, Ηρ. Παπαδάκης, Χρ. Πέτσιος, Π. Φώσκολος, Κ. Χαλκιάς, Μπ. Γιωτόπουλος, Μιχ. Κούκης, Κ. Βρεττός, Γ. Εμμανουήλ, Δ. Σαμαρτζής, Δ. Τουμαζάτου, Τ. Θεοφανίδης, Ν. Κατομέρης, Π. Βαρδάκος, Δ. Παλαιοχωρίτης, Ν. Καψής, Λ. Τσάγκας, Στρ. Τσομπανέλης, Α. Βανέζη, Κ. Βανέζη, Ν. Γιαννίδη, Δ. Σιγάλας, Κ. Τσάκωνας.
Ερμηνεία Τραγουδιών: Αθηναϊκή Κομπανία (Δημ. Χατζηδιάκος, Χρ. Κανελλόπουλος, Ν. Δούκας, Γ. Νικολέρης, Σ. Εμφιετζή, Β. Καραχάλιου), Γιώργος Σαρρής, Γιώργος Ξηντάρης, Γιώργης Μουφλουζέλης, Μιχάλης Γενίτσαρης, Χάρις Αλεξίου, Δόμνα Σαμίου.
Μοντάζ: Τ. Κουμουνδούρος, Γ. Σπυροπούλου.
Β. Σκηνοθέτης: Ν. Αμπατζής
Σκηνικά – κοστούμια: Τάσος Ζωγράφος, Ν. Πετρόπουλος
Δ/νση φωτ.: Τάσος Αλεξάκης
Παραγωγή: Φώτης Μεσθεναίος.




ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ:
1. Ο Αντώνης με τον Μήτσο, εκτοπισμένοι στο Ασπρονήσι, ο πρώτος για «αντικοινωνική συμπεριφορά» κι ο δεύτερος για χρήση «ουσιών», πληροφορούνται για την κήρυξη του Πολέμου. Αμέσως εμφανίζονται στη Χωροφυλακή και ζητούν να καταταγούν στο Στρατό. Ο Ενωμοτάρχης του διώχνει κακήν κακώς. Ο Αντώνης επιμένει: «βοηθητικοί, τουλάχιστον» !!! Τίποτα. Το τελευταίο του χαρτί: «Σε καμμιά φιλαρμονική» !!!
2. Ο Αντώνης με τη Χαρά βιώνουν τη β΄ φάση της σχέσης τους. Η Χαρά διαμαρτύρεται ότι τους έχουν πάρει χαμπάρι στη γειτονιά επειδή ο Αντώνης δεν φυλάγεται και του ζητάει να φεύγει από το παράθυρο. Ο Αντώνης συμμορφώνεται και, καθώς πηδάει το παράθυρο, σχολιάζει: «Μα είναι πράγματα σοβαρά τώρα αυτά ; Για κυρίους ;».

Τη σειρά αυτή, αν θυμάμαι καλά, τη βλέπαμε κάθε Παρασκευή. Κείνα τα χρόνια πήγαινα στο Δημοτικό, στις τελευταίες τάξεις. Τις Δευτέρες, στη γραμμή, λίγο πριν την προσευχή, τραγουδούσαμε όλοι (τρόπος του λέγειν όλοι διότι οι μισοί … δεν είχαν τηλεόραση και τα κορίτσια … απείχαν) τα τραγούδια της σειράς. Ό,τι δεν θυμόμαστε, το συμπληρώναμε με δικά μας λόγια. Αν και ήμουν φανατικός θεατής, εν τούτοις αυτοί που κυρίως «έκαναν παιχνίδι» ήταν άλλοι συμμαθητές μου (καλή τους ώρα). Ένα απ’ τα μεγαλύτερα σουξέ υπήρξε το «Μικρός Αρραβωνιάστηκα» του Μάρκου. Θυμάμαι, λοιπόν, που τέλειωνε το τραγούδι (αλλά εμείς θέλαμε κι άλλο) και … συμπληρώναμε: «Τη φίλησα εγώ παιδιά, φιλήθηκε κι απ’ άλλους, φιλήθηκε απ’ όλους μας κι έκανε παπαγάλους !!!». Ωραία χρόνια …

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (50 ΧΡΟΝΙΑ)

Το φεστιβάλ ξεκίνησε στα 1960, με απόλυτα ελληνικό χαρακτήρα. Αρχικώς προσπάθησε να συγκεράσει όλες τις τάσεις (εμπορικό - ποιοτικό) κι έτσι συναντάμε εν πολλοίς αλλοπρόσαλλες βραβεύσεις (Τζέημς Πάρις και Σακελλάριος, Κωστής Ζώης και Μανθούλης). Με το πέρασμα του χρόνου, το φεστιβάλ παραδόθηκε ολοκληρωτικά στον λεγόμενο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (ΝΕΚ) και, μοιραία, ακολούθησε τη μίζερη πορεία αυτού το ρεύματος. Έπνεε τα λοίσθια όταν αποφασίστηκε να αλλάξει χαρακτήρα και να γίνει διεθνές. Κι έγινε ! Και πέτυχε ! Και σιγά - σιγά αγαπήθηκε απ' το κόσμο τόσο, ώστε τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσες κυριολεκτικά να βρεις εισιτήριο. Και το περίεργο είναι ότι τούτο συνέβαινε κυρίως στις ξένες κι άγνωστες ταινίες (κι όχι στις ελληνικές, πολλές απ' τις οποίες προβάλλονταν σε β΄ προβολή, έχοντας ήδη διανύσει την όποια πορεία τους στις αίθουσες και συμμετείχαν στο φεστιβάλ αποκλειστικώς και μόνον για οικονομικούς λόγους - επί της ουσίας "προσβάλλοντάς" το βάναυσα και, εν πάση περιπτώσει, αποτελώντας την πλέον ηχηρή παραφωνία του φεστιβάλ). Φέτος, με τη συμπλήρωση (έστω κουτσά - στραβά) 50 χρόνων, η πλειοψηφία των Ελλήνων Σκηνοθετών (οι αυτοαποκαλούμενοι ως "Σκηνοθέτες στην Ομίχλη"), αποφάσισαν να "ποντάρουν" τη συμμετοχή τους στη φεστιβάλ προκειμένου να προωθήσουν τα αιτήματά τους (δικαιότατα, κατά τα άλλα). Οργάνωσαν ένα κατ' ευφημισμό αντιφεστιβάλ μιας εβδομάδας στον κινηματογράφο Έλλη (στην Αθήνα), "φτιάχτηκαν" με την ικανοποιητική ανταπόκριση του κόσμου και νόμισαν ότι, κατ' αυτόν τον τρόπο, πέτυχαν τον σκοπό τους, να πιέσουν δηλαδή τους ιθύνοντες. Τί κρίμα ! Έπαιξαν κι έχασαν !!! Αν νομίσουν ότι όλοι εμείς που χρόνια ανεβαίνουμε απ' την Αθήνα (και την υπόλοιπη Ελλάδα) στη Θεσσαλονίκη, αλλά και οι Θεσσαλονικείς που παρατούν τα πάντα προκειμένου να μας φιλοξενήσουν και περιποιηθούν, θα τα βάψουμε μαύρα, πλανώνται πλάνην οικτράν. Κι αν νομίσουν ότι οι ιθύνοντες θα καμφθούν και θα τους δώσουν (γι' αυτό το λόγο) ό,τι (κατά τα άλλα) δικαιούνται, την πάτησαν. Κύριοι και κυρίες "της ομίχλης", πολύ φοβάμαι πως το μόνο που πετύχατε είναι θρέψετε έτι περαιτέρω την ανυποληψία του ελληνικού κινηματογράφου (για την οποία δεν είστε άμοιροι ευθυνών), να επισπεύσετε τον αποκλειστικά διεθνή χαρακτήρα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, να δώσετε έρεισμα στους εκάστοτε ιθύνοντες να σας κατηγορήσουν ότι με τις τακτικές σας κάνετε κακό στο εγχώριο σινεμά και, εν τέλει, να πάρετε τα ... (διότι οι περισσότεροι από εσάς είστε και άνδρες ...). Έκλεισα εισιτήρια και φεύγω για πάνω ! Ζηλεύετε, το ξέρω, αλλά καλά να πάθετε ! Όμως, όλοι εμείς που αγαπάμε τον ελληνικό κινηματογράφο, που χρόνια και χρόνια τον στηρίξαμε με την (πολλές φορές μοναχική) παρουσία μας στις αίθουσες και με τον οβολό μας (έμμεσα και άμεσα), όλοι εμείς δεν θα συμπορευθούμε στον ... ομιχλώδη και μίζερο δρόμο σας ... Όχι ! Καληνύχτα σας !!!